- καταψέγω
- κατά-ψέγωblamepres subj act 1st sgκατά-ψέγωblamepres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταψέγω — (Α) επιτ. τ. τού ψέγω* … Dictionary of Greek
ακατάψεκτος — ἀκατάψεκτος, ον (Μ) [καταψέγω] εκείνος, τον οποίο δεν μπορεί να ψέξει κανείς, ο άμεμπτος … Dictionary of Greek
συγκαταψέγω — Α [καταψέγω] κατακρίνω μαζί με κάποιον («τοῑς ἡμετέροις προγόνοις συγκαταψέγων τοὺς ἑαυτοῡ», Κύριλλ.) … Dictionary of Greek